αποτελούμαι — βλ. πίν. 78 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
ευανδρώ — εὐανδρῶ, έω (Α) [εύανδρος] 1. (για τόπο) κατοικούμαι από πολλούς άνδρες, κυρίως από γενναίους και ενάρετους, είμαι εύανδρος 2. (για ομάδα ανδρών) αποτελούμαι από ακμαίους, γενναίους, γυμνασμένους άνδρες («εὐανδροῡντι πληρώματι», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μονοσυλλαβώ — μονοσυλλαβῶ, έω (ΑΜ) [μονοσύλλαβος] 1. είμαι μονοσύλλαβος, αποτελούμαι από μία μόνο συλλαβή 2. εκφέρω λέξη με μία μόνο συλλαβή … Dictionary of Greek
μοράζομαι — (Α) [μόρος] συντίθεμαι, συνίσταμαι, αποτελούμαι … Dictionary of Greek
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek
σπονδειάζω — ΝΜΑ [σπονδεῑος] 1. (για λέξη ή στίχο) αποτελούμαι από σπονδείους, από πόδες που έχουν το μετρικό σχήμα τού σπονδείου 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ σπονδειάζων (ενν. στίχος) δακτυλικός εξάμετρος στίχος ο οποίος έχει σπονδείο στον πέμπτο πόδα … Dictionary of Greek
συμπηγνύω — ΝΑ, και συμπήγνυμι Α 1. καθιστώ κάτι συμπαγές, τό συμπυκνώνω 2. στερεώνω, στερεοποιώ νεοελλ. ιδρύω, συγκροτώ, συστήνω («κατηγορείται ότι συνέπηξε συμμορία») αρχ. 1. κατασκευάζω, φτειάχνω («αὐτοῡ παρ οἴκους τούσδε συμπήξας τάφον», Ευ ρ.) 2.… … Dictionary of Greek
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek